πεζοναύτης

πεζοναύτης
Άντρας που ανήκει σε αποβατικό άγημα. Οι π. εκπαιδεύονται κατάλληλα και χρησιμοποιούνται στα πολεμικά πλοία για τη διενέργεια αποβάσεων. Π. είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, που τους ονόμαζαν επιβάτες. Στα νεότερα χρόνια οι π. αποτελούσαν επίλεκτο σώμα των αγγλικών ναυτικών δυνάμεων. Καλά εκπαιδευμένοι π. είναι εκείνοι των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Ιαπωνίας και της Γαλλίας.
* * *
ο
1. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και κυρίως σε αποβατικά αγήματα
2. (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) μέλος τού πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο πλοίο και στην ξηρά
3. (ιδίως στον πληθ.) οι πεζοναύτες
δυνάμεις τού στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνεργασία με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία, που προορίζονται για την εξουδετέρωση προγεφυρωμάτων κοντά στις ακτές, για την κάλυψη τής αποβατικής ενέργειας τού όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την άμυνα θαλάσσιων ακτών και, τέλος, για την ασφάλεια λιμανιών και παράκτιων στόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ναύτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πεζοναύται, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεζοναύτης — ο ο ναύτης που παίρνει μέρος και σε μάχες ξηράς: Άγημα πεζοναυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβάτης — ο (Α ἐμβάτης) νεοελλ. 1. ο μπάτης 2. ναυτ. πεζοναύτης, οπλίτης που αποτελεί μέλος πληρώματος πλοίου αρχ. 1. είδος υποδήματος από πίλημα ψηλότερο από τα πέδιλα 2. κόθορνος 3. μονάδα μήκους στην ελληνική αρχιτεκτονική ίση με το μισό τής διαμέτρου… …   Dictionary of Greek

  • λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… …   Dictionary of Greek

  • λεβέντικος — η, ο [λεβέντης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λεβέντη, ωραίος, αρρενωπός, ευσταλής («λεβέντικος χορός»). επίρρ... λεβέντικα (Μ λεβέντικα) νεοελλ. με λεβεντιά μσν. σαν Τούρκος πεζοναύτης …   Dictionary of Greek

  • λεβεντεύω — (Μ λεβεντεύω και λεβεντεύγω) συμπεριφέρομαι ως Τούρκος πεζοναύτης, κάνω τον παλικαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • πεζοναυτικός — ή, ό [πεζοναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες 2. αυτός που αποτελείται από πεζοναύτες («πεζοναυτικά αγήματα») …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”